-
1 κατα-χρώννῡμι
κατα-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), anfärben, anstreichen, καταχρῶσαι τὴν κόμην Poll. 2, 31; beschmutzen, Sp.; als tmesis rechnet man Eur. Hec. 911 hierher, κατὰ δ' αἰϑάλου κηλῖδ' οἰκτροτάταν κέχρωσαι.
См. также в других словарях:
καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek